- ἐντοσθίων
- ἐντόσθιαintestinalneut gen plἐντόσθιοςintestinalmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
θυοσκοπία — θυοσκοπία, ἡ (Α) [θυοσκόπος] (η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. τού Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό) η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία … Dictionary of Greek
ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek
ξεκοίλιασμα — το, ατος άνοιγμα της κοιλιάς ανθρώπου ή ζώου και έξοδος των εντοσθίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)